διαβολοθήλυκο κ. διαολοθήλυκο, το, ουσ. [<διά(β)ολος + θηλυκό]. 1. γυναίκα δόλια, καταχθόνια, σατανική: «όποιος έμπλεξε μ’ αυτό το διαβολοθήλυκο, δεν του βγήκε σε καλό». 2. κορίτσι ατίθασο και πανέξυπνο: «είναι τόσο διαβολοθήλυκο, που δεν μπορεί κανένας άντρας να κάνει μαζί του». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ, μικρούλικο, διαβολοθήλυκο, χαμογελάς κι όλους μας παιδεύεις, μας κοροϊδεύεις, μας γελάς).